- πεζόβολο
- το , πεζόβολος ο невод
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αμφιβληστρεύω — ἀμφιβληστρεύω (Α) ψαρεύω με πεζόβολο ή αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον] … Dictionary of Greek
πεζόβολος — ο, και πεζόβολο και μπεζόβολο, το (αλιευτ.) είδος αλιευτικού διχτιού που έχει μορφή κώνου και χρησιμοποιείται κυρίως στα ρηχά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα «αλιευτικό δίχτυ» + βόλος (< βάλλω)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό και Ιστορικό Λάρισας — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1974 από μια συντροφιά που σκοπό της είχε θέσει τη διάσωση, μελέτη και προβολή του παραδοσιακού προ μηχανικού πολιτισμού της Θεσσαλίας. Η συλλογή του, που αποτελείται από περισσότερα από 15.000 αντικείμενα, εκτίθεται… … Dictionary of Greek
αμφίβληστρο — το κυκλικό δίχτυ, πεζόβολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζόβολος — πεζόβολος, ο και πεζόβολο, το είδος αλιευτικού διχτύου, αλλιώς αθιβόλι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)